πονόματος

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
πόνος του ματιού, οφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + μάτι].