ὀφρύκνηοτον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἐρυθριῶντα, οἱ γὰρ ἐρυθριῶντες κνῶνται τὰς ὀφρῡς».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κνῶ «ξύνω»].