οψιτόκος

Greek Monolingual

ὀψιτόκος, ἡ (Α)
αυτή που γεννάει σε μεγάλη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -τόκος (< τόκος < τίκτω)].