οψωνώ

Greek Monolingual

ὀψωνῶ, -έω (Α) οψώνης
1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια
2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω.