ψωνίζω
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
Greek Monolingual
και ψουνίζω Ν
1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή»)
2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα του δρόμου για να διασκεδάσω
3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» — τρελαίνομαι
β) «ψωνίζω από σβέρκο» — βλ. σβέρκος
γ) «πού τον ψώνισες αυτόν;»
ειρων. πού τον βρήκες, πού τον πέτυχες;
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψωνίζω < ὀψώνης «αγοραστής τροφίμων», με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].