τό, Dim. of οἴαξ, Eust. 1533.48.
[Seite 297] τό, dim. von οἴαξ, Eust.
οἰάκιον: [ᾱ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἴαξ, Εὐστ. 1533. 48.
το (ΑΜ οἰάκιον, Α ιων. τ. οἰήκιον) οίαξμικρός οίαξ, μικρό πηδάλιο σκάφους.