οἰκήσιμος
English (LSJ)
οἰκήσιμον, habitable, Plb.3.55.9, Str.1.4.4, al., Arr.An.6.18.1.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
bewohnbar; Pol. 3.55.9; Arr. An. 6.18.1.
Russian (Dvoretsky)
οἰκήσιμος: пригодный для жилья (τῶν Ἄλπεων τὰ δενδροφόρα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, Πολύβ. 3. 55, 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 18.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α οἰκήσιμος, -ον) οίκησις
αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.).
Greek Monotonic
οἰκήσιμος: -ον (οἰκέω), κατοικήσιμος, σε Πολύβ.