οἰκετία

English (LSJ)

ἡ, v. οἰκετεία.

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, = οἰκετεία, Ios. u. als v.l. bei Andern.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετία: ἡ, ἴδε οἰκετεία.

Greek Monolingual

οἰκετία, ἡ (Α)
βλ. οικετεία.