οἰκοτριβικός

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοτρῐβικός: ἡ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς οἰκότριβα, Γλωσσ.

German (Pape)

ή, όν, den οἰκότριψ betreffend.