οἰκότριψ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
-ιβος, ὁ, a slave born and bred in the house, Attic for οἰκογενής (EM 590.15), οἰ. κλώψ, of a mouse (cf. οἰκόσιτος II), Babr. 107.2; as a term of abuse, ᾡκότριψ Εὐριπίδης the slave E., Ar. Th. 426; οἰκοτρίβων οἰκότριβας D. 13.24; μετὰ τῶν οἰ. παίζειν Ael. VH 12.15; metaph, οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ Phld. Acad.Ind. p. 19M.
German (Pape)
[Seite 303] ιβος, ὁ, 1) der Hausaufreiber, -verderber; Ar. Thesm. 426 nennt so den Euripides, mit Anspielung auf die gew. Bdtg. – 2) ein im Hause aufgezogener Sklave, verna, im Gegensatz zum gekauften, Lob. Phryn. 203; Dem. 13, 24; Luc. pro merc. cond. 11; Ath. V, 213 d.
French (Bailly abrégé)
τριβος (ὁ, ἡ)
esclave né dans la maison.
Étymologie: οἶκος, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκότριψ: in crasi ᾠκότριψ, ῐβος ὁ
1 бран. расточитель хозяйского добра, порча, язва Arph.;
2 родившийся и воспитанный дома раб Dem.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκότριψ: ῐβος, ὁ, δοῦλος γεννηθεὶς καὶ ἀνατραφεὶς ἐν τῷ οἴκῳ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ οἰκογενής (Μέγ. Ἐτυμολ. 590. 15), οἰκότριψ κλώψ, ἐπὶ μυὸς (πρβλ. οἰκόσιτος ΙΙ, Βαβρ. 107. 2· ὡς λέξις ὀνειδιστική, ᾡκότριψ Εὐριπίδης, ὁ δοῦλος Εὐρ., Ἀριστοφάν. Θεσμ. 426· οἰκοτρίβων οἰκότριβας Δημ. 173. 16· μετὰ τῶν οἰκ. παίζειν Αἰλ. 12. 15.
Greek Monolingual
οἰκότριψ, -ιβος, ὁ (Α)
1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.)
2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.)
3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» — ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τριψ, -ιβος (< τρίβω), πρβλ. αστύτριψ, πεδότριψ].
Greek Monotonic
οἰκότριψ: -ῐβος, ὁ (τρίβω), δούλος που έχει γεννηθεί και ανατραφεί μέσα στο σπίτι, σε Δημ.
Middle Liddell
οἰκό-τριψ, ῐβος, ὁ, τρίβω
a slave born and bred in the house, Dem.