οἰνοπέδη

English (LSJ)

ἡ, v. οἰνόπεδος

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπέδη: ἡ Anth. = οἰνόπεδον.

German (Pape)

ἡ, Weinland, Weinberg; οἷος πρώτης ἀπ' οἰνοπέδης ἦλθες Διόνυσε, Gaetul. 9 (XI.409); auch adj., οἰνοπέδῃσι φυτηκομίῃσι, Opp. Cyn. 4.331.