οἰνοπώλης

English (LSJ)

οἰνοπώλου, ὁ, winemerchant, ib.21, Diph.3.6, PFay.63.8 (iii A. D.), etc.:—fem. οἰνοπωλπῶλις, ιδος, Sch.Ar.Pl.435, Lib.Decl.26.18.

German (Pape)

ὁ, Weinhändler, Diphil. bei Ath. XI.499e.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπώλης: ου ὁ виноторговец Arst.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπώλης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ πωλῶν οἶνον, Δίφιλ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1, Ἀριστ. π. Θαυμ. 32· - θηλ. οἰνοπώλις, ιδος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 436, Λιβάν. 4. 139, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533, κἑξ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. οινοπώλις (Α οἰνοπώλης, θηλ. οἰνοπῶλις και οἰνόπωλις, -ιδος)
πωλητής κρασιού, κρασοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πώλης (< πωλῶ)].