οἰνός

English (LSJ)

ὁ, = οἴνη (B) (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνός: ὁ, = οἴνη ἢ οἰνὴ (Β) Πολυδ. Ζ΄, 204. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικίλ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 113 κἑξ.

Greek Monolingual

οἰνός, ὁ (Α) οίνη (II)
η οίνη (II).