οἴνη

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνη Medium diacritics: οἴνη Low diacritics: οίνη Capitals: ΟΙΝΗ
Transliteration A: oínē Transliteration B: oinē Transliteration C: oini Beta Code: oi)/nh

English (LSJ)

(A) (v. οἶνος), ἡ, old name for
A the vine, Hes.Op.572, Sc.292; Διονύσου οἴνα E.Ba.535, cf. Ph.229, Hyps.Fr.58.4 (all lyr.), Moschio Trag.6.12; βοτρυώδεος οἴνης Epigr.Gr.88.5; γάνος οἴνας IG3.779.6; ἀδευκέας οἴνας Orph.Fr.282: once in Prose, Hecat.15J.
2 = οἶνος, wine, AP6.334 (Leon.), Nic.Th.622.

(B), ἡ, the ace on dice, Achae.56: Ion. prov., ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς οἶναι = either thrice six or three aces Zen.4.23:—also οἶνος, ὁ, Poll.7.204 (οἰνός codd.); and οἰνίζειν· τὸ μονάζειν κατὰ γλῶσσαν, Hsch. (Cf. OLat. oinos = unus, Goth. ains, OE. án 'one'.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cep de vigne.
Étymologie: cf. οἶνος.

German (Pape)

ἡ,
1 der Weinstock; Hes. O. 572, 574, Sc. 292; also = ἄμπελος; später nicht mehr in dieser Bdtg gebraucht, Hecat. bei Ath. II.35b.
2οἶνος; Nic. Al. 162; Leon.Tar. 61 (IX.99), ἁλωή οἴνης.
3 das , unio, die Zahl Eins auf den Würfeln, Vetera Lexica, in dieser Bdtg mit unus zusammenhangend und von οἶος herkommend.

Russian (Dvoretsky)

οἴνη: дор. οἴνα
1 виноградная лоза Hes.;
2 вино Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οἴνη: (Α), (ἴδε οἶνος), ἡ, ἀρχαῖον ποιητ. ὄνομα τῆς ἀμπέλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570, Ἀσπ. Ἡρ. 292· ἀπαντῶν ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, Διονύσου οἴνα Εὐρ. Βάκχ. 535, Φοίν. 228 (ἀμφότερα λυρ. χωρία), πρβλ. Μοσχίωνα ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 242· βοτρυώδεος οἴνης Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 88. 5· οἴνας γάνος 853. 6. 2) = οἶνος, Ἀνθ. Π. 6. 334, Νικ. Θ. 622.

Greek Monolingual

(I)
οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)
1. η άμπελος («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.)
2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε -η].
(II)
οἴνη, ἡ (Α)
1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο άσσος («ἢ τρεῖς ἓξ ἢ τρεῖς οἶναι», ιων. παροιμ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἴνας
τοὺς κύβους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴνη ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημ. «μοναδικός, μόνος» (πρβλ. οίος), που διακρίνεται ως προς τη σημ. από τη ρίζα [i]sem του εἷς «ένας», αλλά, παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «ένας»: λατ. ūnus (< αρχ. λατ. oino-), αρχ. ιρλδ. oen, γοτθ. ains, γερμ. ein, αρχ. πρωσ. ains. Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε ino- και σε παράγωγα (πρβλ. αρχ. σλαβ. inokŭ «μοναδικός»)].

Greek Monotonic

οἴνη: Δωρ. οἴνα, ἡ (οἶνος),·
1. αμπέλι, σε Ησίοδ., Ευρ.
2. οἶνος, κρασί, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

(?)
Grammatical information: f.
Meaning: the ace on a die (Achae., Zen.)
Other forms: οἰνός m. (Poll.)
Derivatives: οἰνίζειν τὸ μονάζειν κατὰ γλῶσσαν, οἰνῶντα (: *οἰνάω) μονήρη H.
Origin: IE [Indo-European] [286] *h₁eino- one, alone, or *h₃eino-.
Etymology: Old word for alone, found in several languages as numeral: Lat. ūnus (OLat. oino), Celt., e.g. OIr. óin, Germ., e.g. Goth. ains, NHG ein, OPr. ains, IE *oino-s. In Greek in this meaning the old form εἷς (s. v.) was retained. The changing accent-tradition οἴνη: οἰνός may be related to the substant. use; cf. Schwyzer 380. More forms w. lit. WP. 1, 101, Pok. 286, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. ūnus, Vasmer s. inói. -- A parallel fomation is οἶος; s. v.

Middle Liddell

οἴνη, δοριξ οἴνα, ἡ, οἶνος
1. the vine, Hes., Eur.
2. = οἶνος, wine, Anth.

Frisk Etymology German

οἴνη: (-ή?)
{oínē}
Forms: οἰνός m. (Poll.)
Grammar: f. (Achae., Zen.),
Meaning: die Eins auf dem Würfel;
Derivative: davon οἰνίζειν· τὸ μονάζειν κατὰ γλῶσσαν, οἰνῶντα (: *οἰνάω)· μονήρη H.
Etymology: Altes Wort für einziger, einer, in mehreren Sprachen als Zahlwort benutzt: lat. ūnus (alat. oino), kelt., z.B. air. óin, germ., z.B. got. ains, nhd. ein. apreuß. ains, idg. *oino-s. Im Griech. hat sich in dieser Bed. noch das alte εἷς (s. d.) erhalten. Die schwankende Akzent-überlieferung οἴνη: οἰνός kann mit dem. substantivischen Gebrauch zusammenhängen; vgl. Schwyzer 380. Weitere Formen m. Lit. WP. 1, 101, Pok. 286, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. ūnus, Vasmer s. inóĭ. — Eine parallele Bildung ist οἶος; s. d.
Page 2,364