οἰνῶντα

English (LSJ)

μονήρη, Hsch.; cf. οἰῶντα.

Greek Monolingual

οἰνῶντα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μονήρη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴνη (ΙΙ), μέσω αμάρτυρου οἰνῶ].