οἰστροβολέω

English (LSJ)

strike with the sting, τινα, especially of the dart of love, AP 9.16 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

οἰστροβολῶ :
piquer de l'aiguillon du désir ou de la fureur.
Étymologie: οἶστρος, βάλλω.

German (Pape)

mit dem Stachel treffen, verwunden, τρεῖς δ' ἐμὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι Πόθοι, Mel. 54 (IX.16), wo man des folgdn ἦ γάρ τοι τρία τόξα κατείρυσεν wegen falsch οἰστοβολέω vermutet hat, vgl. οἶστρος.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροβολέω: досл. жалить, колоть, поражать, перен. возбуждать, терзать (τινα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροβολέω: πλήττω διὰ τοῦ κέντρου, κεντῶ, τινά, ἰδίως ἐπὶ τοῦ βέλους τοῦ ἔρωτος, τρεῖς δὲ θηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι πόθοι Ἀνθ. Π. 9. 16, 2.

Greek Monotonic

οἰστροβολέω: μέλ. -ήσω, πλήττω με βέλη σα να είχα κεντρί, σε Ανθ.

Middle Liddell

οἰστρο-βολέω, fut. -ήσω
to strike as with a sting, Anth.