οἰῶντα

English (LSJ)

μονάζοντα, Hsch. οἵως, Adv., v. οἷος v. 1. οἰωτός· χιτὼν ἀπὸ ἐρίων, Id.

Greek Monolingual

οἰῶντα (Α) [[[οίος]] (Ι)]
(κατά τον Ησύχ.) «μονάζοντα».