α, ον, = οὐδέτερος, S.E.M.11.186, Iamb.Protr.21. κσ.
spätere Formen für οὐδέτερος. Vgl. οὐθείς.
οὐθέτερος: Sext. = οὐδέτερος.
οὐθέτερος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ οὐδέτερος, Σεξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 11. 186. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὔθ’ ἕτερον· οὔτε ἒν τῶν δύο».
οὐθέτερος, -έρα, -ον (Α)βλ. οὐδέτερος.