οὐλαμηφόρος
English (LSJ)
οὐλαμηφόρον, bringing an army, warlike, πεῦκαι Lyc.32.
German (Pape)
[Seite 412] ein Kriegsheer bringend, führend, Lycophr. 32.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλᾰμηφόρος: -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, πολεμικός, πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.
Greek Monolingual
οὐλαμηφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν -η- + -φόρος].