οὐλοόν, Ep. for ὀλοός, A.R.2.85, Nic.Th.352, Man.6.464.
[Seite 413] ep. = ὀλοός, verderblich, Ap. Rh. 2, 85. 3, 1420 u. a. sp. D., wie Nic. Ther. 759.
οὐλοός: -ή, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ ὀλοός, πρβλ. οὐλόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 85, κλ.
οὐλοός, -ον (Α)(επικ. τ.) βλ. ολοός (Ι).