οὐρανία

German (Pape)

[Seite 416] ἡ, ein Ballspiel, wobei man den Ball hoch in die Luft schlägt, Poll. 9, 106.

Greek Monolingual

η
εντομολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ουρανιίδες, μεγάλη και εξαιρετικής ομορφιάς πεταλούδα της Μαδαγασκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urania (< ουρανία < ουρανός)].