ουρανός
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οὐρανός, Α βοιωτ. και δωρ. τ. ὠρανός, αιολ. τ. ὄρανος)
1. ο άπειρος διαστημικός χώρος στον οποίο προβάλλονται και κινούνται τα διάφορα ουράνια σώματα («ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος», Ομ. Ιλ.)
2. ο φαινομενικός ημισφαιρικός θόλος με κορυφή το ζενίθ και βάση τον ορίζοντα
3. (ιδίως στον πληθ.) οἱ ουρανοί
το άπειρο διάστημα ως νοερή κατοικία του θεού, τών αγγέλων, τών δίκαιων ψυχών μετά τον θάνατό τους και ως έδρα τών αιώνιων αγαθών και της αιώνιας μακαριότητας
4. καθετί που έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως λ.χ. θολοειδής οροφή ή στέγη, θολοειδές επικάλυμμα χώρου ή επίπλου (α. «ουρανός θρόνου» β. «ουρανός αυτοκινήτου»)
νεοελλ.
1. αστρον. ως κύριο όν. Ουρανός
ο έβδομος ως προς την απόσταση από τον Ήλιο πλανήτης, ο τρίτος ως προς το μέγεθος του ηλιακού μας συστήματος
2. ο κατά τόπους ουράνιος θόλος, κυανός την ημέρα και έναστρος τη νύχτα («ο αττικός ουρανός»)
3. φρ. «βρίσκεται στον έβδομο ουρανό» — βρίσκεται στο ύψιστο σημείο ευτυχίας, είναι πανευτυχής
4. παροιμ. «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» — οι συκοφαντίες δεν μπορούν να διαβάλουν την υπόληψη ενός αθώου
αρχ.
1. ο ουράνιος θόλος ως έδρα τών θεών έξω ή πάνω από το στερέωμα («μέγας οὐρανῷ Ζεῡς», Σοφ.)
2. ο αιθέρας, η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη γη
3. (φιλοσ.) το σύμπαν, ο κόσμος («ὅν δὲ οὐρανὸν καὶ κόσμον ἐπωνομάκαμεν», Πλάτ.)
4. οι κλιματικοί όροι, το κλίμα
5. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δέκα
6. ο ουρανίσκος («εἰς μὲν τὸν ἐγκέφαλον οὐκ ἔχει πόρον, είς δὲ τὸν τοῦ στόματος οὐρανόν», Αριστοτ.)
7. (ως κύριο ον.) μυθ. γιος του Ερέβους και της Γης, σύζυγος της Γης και πατέρας του Κρόνου και τών Τιτάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το κύριο ον. του αρχαίου ελληνικού θεού Οὐρανός (< ο(F)ορανός < Fορανός με προθεματικό φωνήεν) είχε συνδεθεί αρχικά με το αρχ. ινδ. Varuna, όνομα μιας αντίστοιχης με τον αρχαίο ελληνικό Οὐρανό ινδικής θεότητας. Ωστόσο, σοβαρές φωνολογικές δυσχέρειες σχετικά με τη συναίρεση του o(F)o- και τους τ. ὠρανός και ὄρανος της δωρ. και λεσβ. διαλ., αντίστοιχα, δεν επιτρέπουν να δεχθούμε αυτήν την ετυμολόγηοη. Επικρατέστερη φαίνεται η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. (F)ορσ-ανός (πρβλ. για τον τονισμό ορφανός) παράγωγο ενός θ. Fορσο- που απαντά στο αρχ. ινδ. varsa- «βροχή». Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι η λ. οὐρανός (πρβλ. όχανον, ξόανον) είναι μεταρρηματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου στην Ελληνική ρήματος (F)ερσ- (πρβλ. αρχ. ινδ. varsati «βρέχει» και το ρ. οὐρῶ). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η λ. οὐρανός σημαίνει αυτόν που δίνει τη βροχή. Κατ' άλλη άποψη, τέλος, πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης.
ΠΑΡ. Ουρανία, ουράνιος, ουρανίσκος, ουρανόθεν
αρχ.
ουρανιάζω, ουρανίδης, ουρανίζω, ουρανίς, ουρανίων, ουρανόεις, ουρανόθι, ουρανόφι(ν)
μσν.
ουρανώ
νεοελλ.
ουρανής, ουράνιο, ουρανίτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ουρανο-].