οὐρεύω

English (LSJ)

to be on garrison duty, SIG527.127 (Crete, iii B. C.); cf. ὀρεύειν, ὠρεύειν.

Greek Monolingual

οὐρεύω (Α) ούρος (Ι)
εκτελώ τα καθήκοντα φρουρού.