Dor. for οὔ πῃ, Ar.Lys.1157.
[Seite 416] dor. statt οὔπω, Ar. Lys. 1475.
οὔπᾱ: adv. дор. = οὔπη.
οὔπᾱ: Δωρ. ἀντὶ οὔπη, Ἀριστοφ. Λυσ. 1157.
οὔπα (Α)(δωρ. τ.) βλ. ού πη.