οὖλε
English (LSJ)
v. οὔλω.
French (Bailly abrégé)
v. οὔλω.
Russian (Dvoretsky)
οὖλε: interj. здравствуй!, привет тебе! (οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε! Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
οὖλε: χαιρετισμός, ἴδε οὔλω. - Καθ. Ἡσύχ.: «οὖλε· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον ἕλκος οὐλὴν λέγουσι».
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
οὖλε: προστ. του οὔλω.
Frisk Etymology German
οὖλε: {hoũle}
Meaning: salve (ω 402)
See also: s. ὅλος.
Page 2,443