πάγγυμνος

English (LSJ)

πάγγυμνον, quite naked, Eust.1398.59.

German (Pape)

[Seite 435] ganz nackt, Eust. 1398, 59.

Greek (Liddell-Scott)

πάγγυμνος: -ον, ὅλως γυμνός, «ὁλόγυμνος», Εὐστ. 1398. 59.

Greek Monolingual

πάγγυμνος, -ον (Μ)
εντελώς γυμνός, ολόγυμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γυμνός, με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].