πάδος

English (LSJ)

ἡ, prob. = πῆδος ΙΙ, Prunus Mahaleb, Thphr. HP 4.1.3.

German (Pape)

[Seite 437] ὁ, ein Baum oder Strauch, vielleicht prunus padus.

Greek (Liddell-Scott)

πάδος: ἡ, δένδρον τι, ἴσως τὸ padus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3· πρβλ. πῆδος.

Greek Monolingual

πάδος, ἡ (Α)
είδος δέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν θεωρηθεί το -- του τ. μακρό, τότε η λ. είναι ταυτόσημη με τον τ. πῆδος / πηδός, με αλλαγή γένους].