πάνρυτος

English (LSJ)

πάνρυτον, (ῥέω) quite liquid, Orph.H.10.23.

German (Pape)

[Seite 462] Alles durchströmend, φύσις, Orph. H. 9, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πάνρῠτος: -ον, (ῥέω) ὅλως ῥέων, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 23.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ ρευστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αγνόρυτος].