πάνσπερμος

English (LSJ)

πάνσπερμον, composed of all sorts of seeds, AP6.98 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 462] aus allerlei Saamen gemischt, ὄσπρια Zon. (VI, 98).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
composé de semences de toute sorte.
Étymologie: πᾶν, σπέρμα.

Russian (Dvoretsky)

πάνσπερμος: выращенный из всевозможных семян, т. е. разнороднейший (ὄσπρια Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνσπερμος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ παντὸς εἴδους σπερμάτων, Ἀνθ. Π. 6. 98.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από κάθε είδους σπέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ολιγόσπερμος].

Greek Monotonic

πάνσπερμος: -ον (σπέρμα), αυτός που αποτελείται από όλα τα είδη σπέρματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πάν-σπερμος, ον, σπέρμα
composed of all sorts of seeds, Anth.