πάρερμα

English (LSJ)

v. παραίρημα.

German (Pape)

[Seite 518] τό, Nebenstütze, Stütze von der Seite, Hippocr. f.l. für παραίρημα.

Greek (Liddell-Scott)

πάρερμα: ἴδε ἐν λ. παραίρημα.