πάρλα

Greek Monolingual

η
ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία, λογοδιάρροια, περιττά και απερίσκεπτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parla < λατ. parabola < παραβολή.