πάταχνον

English (LSJ)

τό, = πατάνη, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 534] τό, ein flaches, breites Trinkgeschirr, verwandt mit πατάνη, s. πέταχνον, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πάταχνον: τό, = πατάνη, «πάταχνον σκεῦος λοπαδίῳ ἐμφερὲς» Ἡσύχ.· «πάταχνα: ποτήρια φιαλοειδῆ ἐκπέταλα» Φώτ.

Greek Monolingual

το, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) πατάνη.