πάϊλλος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, male infant, IG7.700, al. (Tanagra).

Greek Monolingual

πάϊλλος, ὁ (Α)
αρσενικό παιδί, αγόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς / παιδός + κατάλ. -λος με διπλασιασμό του -λ- φαινόμενο συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή < πάϊδλος με αφομοιωτική τροπή του -δ- σε -λ-].