πέδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of πέδη, EM658.23.

German (Pape)

[Seite 541] τό, dim. zu πέδη, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πέδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέδη, Ἐτυμολ. Μέγ. 658. 23.