ἀξίνη, Hsch.
πέλεκρα: «ἀξίνη» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη».[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς.