πέλεκρα

English (LSJ)

ἀξίνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεκρα: «ἀξίνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς.