η / πέμψις, ΝΑ πέμπω1. η ενέργεια του πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.)2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» — θριαμβευτική πομπή.