f.l. for πράδησις.
[Seite 564] ἡ, das Farzen, Hippocr.
πέρδησις: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ πράδησις, ἴδε τὴν λέξιν.
ἡ, Α(δ. γρφ·) βλ. πράδησις.