v. Περσεύς ΙΙ.
ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰχθῡς ποιὸς ἐν Ἐρυθρᾷ γινόμενος».[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. του περσεύς, που παραδίδει ο Ησύχιος].