πέρσος

English (LSJ)

v. Περσεύς ΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰχθῡς ποιὸς ἐν Ἐρυθρᾷ γινόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. του περσεύς, που παραδίδει ο Ησύχιος].