Περσεύς
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
gen. έως, Ion. έος (Hdt., Pi.), Ep. ῆος, ὁ, Perseus, Il.14.320, Hes.Th.280, etc.:—Adj. Περσεῖος, α, ον, E.Hel.1464 (lyr.); Ep. Περσήϊος Theoc.24.73:—Patron. Περσείδης, ου, ὁ, Th.1.9, etc.; Ep. Περσηϊάδης Il.19.116, 123.
II a fish, Ael.NA3.28; in Hsch. πέρσος.
III the constellation Perseus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.15, Arat.249,484.
2 a name for the Sun, Stoic.2.197 (fr. περισσῶς, σεύειν).
IV = περσέα, Nic.Th.764.
French (Bailly abrégé)
έως, épq. ῆος (ὁ) :
Persée :
1 fils de Zeus et de Danaé;
2 fils de Nestor;
3 roi de Madédoine.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Περσεύς: έως, эп. ῆος ὁ Персей
1 сын Зевса и Данаи, убивший Медузу, спасатель и муж Андромеды Hom., Hes., Eur.: Περσέως σκοπιή Her. или σκοπή Eur. Персеева возвышенность, остров на Больбитинском рукаве Нила;
2 второй сын Нестора Hom.;
3 последний царь Македонии, разбитый Эмилием Павлом при Пидне в 168 г. до н. э. и умерший пленником в Альбе в 166 г. до н. э. Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Περσεύς: γεν. έως, Ἰων. έος (Ἡρόδ., Πίνδ.), Ἐπικ. -ῆος, ὁ υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δανάης, εἶς τῶν ἐνδοξοτάτων Ἑλλήνων ἡρώων, Ἰλ. Ξ. 320, Ἡσ., κλπ.· ― ἐπίθ. Περσεῖος, α, ον, Περσείων οἴκων ἐπ’ ἀκτὰς Εὐρ. Ἑλ. 1464· Ἐπικ. Περσήιος, Θεόκρ. 24. 72· ― πατρωνυμ., Περσείδης, ου, ὁ, Θουκ. 1. 9, κτλ.· Ἐπικ. -ηιάδης, Ἰλ. Τ. 116, 123. ΙΙ. ὄνομα ἰχθύος τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, Αἰλ. π. Ζ. 3. 28· παρ’ Ἠσυχ. πέρσος. ΙΙΙ. ἀστερισμός τις, Ἄρατ. 249. 484.
English (Autenrieth)
Perseus.—(1) the son of Zeus and Danaë, daughter of king Acrisius of Argos, Il. 14.320.—(2) a son of Nestor, Od. 3.414, 444.
English (Slater)
Περσεύς son of Zeus and Danae; who slew Medusa. (Ψπερβορέων)
 nbsp; 1 παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων (P. 12.11) μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος (N. 10.4) Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33) φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος (Boeckh: -έως codd.) fr. 164.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και Περσέας Ν
1. μυθολ. ο γιος του Διός και της Δανάης, έγγονος του Ακρισίου
2. αστρον. αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου που βρίσκεται πάνω στη ζώνη του Γαλαξία
αρχ.
ονομασία του Ηλίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεαν το ανθρωπωνύμιο με το ρ. πέρθω. Πιθ. πρόκειται για υποκοριστικό ενός αμάρτυρου συνθ. ανθρωπωνυμίου Περσίπολις (βλ. λ. περσέπολις). Είναι επίσης πιθανό να πρόκειται για ανθρωπωνύμιο σε -εύς που ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Η άποψη, τέλος, ότι συνδέεται με το αρχ. σλαβ. pere «χτυπώ» δεν φαίνεται πιθανή. Το ανθρωπωνύμιο Πέρσης του αδελφού του Ησιόδου προέρχεται μάλλον από το ανθρωπωνύμιο Περσεύς, κατά το εθνικό όνομα Πέρσης.
Greek Monotonic
Περσεύς: γεν. -έως, Ιων. -έος, Επικ. -ῆος, ὁ, ο Περσέας, γιος του Δία και της Δανάης, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· επίθ. Περσεῖος, -α, -ον, σε Ευρ.· Επικ. Περσήϊος, σε Θεόκρ.· πατρωνυμ. Περσείδης, -ου, ὁ, Επικ. -ηϊάδης, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: son of Zeus and Danaë (Il.).
Derivatives: Adj. Περσ-εῖος, ep. -ήϊος (E. in lyr., Theoc.) and the patron. -είδης, -ηϊάδης (Il., Hdt., Th. ), f. -ηϊς = Alcmene (E. in lyr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Origin unknown. By the ancients (EM a.o.) connected with πέρθω; by Ramat VII Congr. Intern. di Sc. Onomastiche (1961) III 261ff., as arbitrary, with the IE verb for slay in OCS perǫ etc. (WP. 2, 42, Pok. 818 f.). Other Hypothesis by Bosshardt 135 f., where also further details.
Middle Liddell
Περσεύς, έως,
Perseus, son of Zeus and Danae, Il., Hes., etc.:—adj. Περσεῖος, α, ον, Eur.; epic Περσήιος, Theocr.:—Patron. Περσείδης, ου, epic -ηιάδης, Il.
Wikipedia EN
In Greek mythology, Perseus (/ˈpɜːrsiəs, -sjuːs/; Greek: Περσεύς) is the legendary founder of Mycenae and of the Perseid dynasty. He was, alongside Cadmus and Bellerophon, the greatest Greek hero and slayer of monsters before the days of Heracles. He beheaded the Gorgon Medusa for Polydectes and saved Andromeda from the sea monster Cetus. He was the son of Zeus and the mortal Danaë, as well as the half-brother and great-grandfather of Heracles (as they were both sired by Zeus).
Translations
af: Perseus; ar: بيرسيوس; ast: Perséu; az: Persey; ba: Персей; be: Персей; bg: Персей; bn: পের্সেউস; br: Perseüs; bs: Perzej; ca: Perseu; chr: ᏋᏏᎥᏍ; cs: Perseus; cv: Персей; cy: Perseus; da: Perseus; de: Perseus; el: Περσέας; en: Perseus; eo: Perseo; es: Perseo; et: Perseus; eu: Pertseo; fa: پرسئوس; fi: Perseus; fr: Persée; ga: Peirséas; gl: Perseo; he: פרסאוס; hr: Perzej; hu: Perszeusz; hy: Պերսևս; hyw: Պերսեւս; id: Perseus; is: Perseifur; it: Perseo; ja: ペルセウス; jv: Perseus; ka: პერსევსი; kk: Персей; ko: 페르세우스; la: Perseus; lb: Perseus; lt: Persėjas; lv: Persejs; mg: Persée; mk: Персеј; ml: പെർസ്യൂസ്; ms: Perseus; my: ပါးဆီးယပ်စ်; nl: Perseus; no: Persevs; oc: Persèu; pa: ਪਰਸੀਅਸ; pl: Perseusz; pms: Perseo; pt: Perseu; ro: Perseu; ru: Персей; scn: Pirseu; sco: Perseus; sh: Perzej; simple: Perseus; sk: Perseus; sl: Perzej; sq: Perzeu; sr: Персеј; sv: Perseus; sw: Farisi; th: เพอร์ซิอัส; tl: Perseus; tr: Perseus; uk: Персей; vi: Perseus; war: Perseus; wuu: 珀耳修斯; zh: 珀耳修斯