ρα, Aeol. for τέσσαρες, Epigr.Gr.988 (Balbilla).
πέσυρες: ρα, (Δωρ. ἀντὶ τέσσαρες, ρα, Συλλ. Ἐπιγρ. 472. 7.
οἱ, Αβλ. τέσσερεις.
οἱ, αἱ, neutr. πίσυρα, τά, äol. und ep. = τέσσαρες, Gramm.