πήδινος
English (LSJ)
η, ον, made of πηδός, read by Gramm. for φήγινος in Il.5.838, Hsch., EM669.40, Eust.613.9.
Greek (Liddell-Scott)
πήδῐνος: -η, -ον, ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
κατασκευασμένος από πηδό, από το πλατύ μέρος του κουπιού («πήδινος ἄξων» ή δ. γρφ. «φήγινος ἄξων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδός + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].
German (Pape)
s. πηδόν.