πήχισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, cubit-measure, Sm.Ez.43.13.

German (Pape)

[Seite 612] τό, Länge einer Elle, Sp.

Greek Monolingual

τὸ, Α
πηχίζω
1. το μήκος ενός πήχυ
2. η μέτρηση με πήχυ.