πίγγαν

English (LSJ)

νεοσσίον, Amerias ap. Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «νεοσσίον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. πίγγαλος και αποτελεί διόρθωση του τ. πιγγανεόσσιον].