νεοσσίον, Amerias ap. Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «νεοσσίον».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. πίγγαλος και αποτελεί διόρθωση του τ. πιγγανεόσσιον].