πίπλημι

French (Bailly abrégé)

seul. part. πιπλάς;
c. πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

πίπλημι: (только part. πιπλάς) Aesch. = πίμπλημι.

German (Pape)

πίμπλημι, poet.