πίπος
German (Pape)
[Seite 618] ὁ, ein junger, noch piepender Vogel, pipio, Ath. IX, 368 f; vgl. Hesych.; richtiger πίππος wegen des Folgdn. od. πῖπος, ἡ, = πιπώ, Arist. H. A. 9, 1. 21.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
πῖπος, (δ. γρφ·) πιπώ.
(II)
ὁ, Α
νεοσσός πτηνού που ακόμη πιπίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του πιπώ].
Russian (Dvoretsky)
πίπος: или πῖπος ὁ предполож. зеленый дятел Arst.