πίστρον

English (LSJ)

τό, = πίστρα.

German (Pape)

[Seite 621] τό, = πίστρα, πληροῦν πίστρα, Eur. Cycl. 29.

Russian (Dvoretsky)

πίστρον: τό Eur. = πίστρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πίστρον -ου, τό zie πίστρα.