πίστρα
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ἡ, (πιπίσκω) drinking-trough for cattle, E.Cyc.47 (lyr.), Str.8.3.31, cf. EM673.27:—also πίστρον, τό, E.Cyc.29 (pl.).
German (Pape)
[Seite 621] ἡ, a) die Tränke, = ποτίστρα, Strab. 8, 3, 31. – b) Gefäß zum Trinken, Trinkgefäß, Eur. Cycl. 47.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 abreuvoir;
2 boisson.
Étymologie: πίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίστρα -ας, ἡ en πίστρον -ου, τό [πίνω] drinkbak.
Russian (Dvoretsky)
πίστρα: ἡ πιπίσκω сосуд для поения скота, корыто Eur.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η ποτίστρα τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. από θ. πι- του πίνω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστός (ΙΙ), πισμός, πίσα) + επίθημα -τρα].
Greek Monotonic
πίστρα: ἡ (πι-πίσκω), ποτίστρα για ζώα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πίστρα: ἡ, (πιπίσκω) ποτίστρα διὰ ζῷα, Λατ. a.veus, Εὐρ. Κύκλ. 47· καλεῖται καὶ πίστρον, τό, αὐτόθι 29· τὴν κρήνην πῖσαν εἰρῆσθαι, οἶον πίστραν ὅπερ ἐστὶ ποτίστραν Στράβ. 356, Μέγ. Ἐτυμολ. 673. 28.