παίπαλα

Greek (Liddell-Scott)

παίπαλα: τά, «παίπαλα καλοῦμεν τὰ τῶν χωρίων δύσβατα» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261 ἐν τέλ., ἴδε παίπαλον.