παίπαλον

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίπᾰλον Medium diacritics: παίπαλον Low diacritics: παίπαλον Capitals: ΠΑΙΠΑΛΟΝ
Transliteration A: paípalon Transliteration B: paipalon Transliteration C: paipalon Beta Code: pai/palon

English (LSJ)

τό, παίπαλά τε κρημνούς τε steeps and crags, Call. Dian.194, cf. Sch.Ar.Nu.260.

Greek (Liddell-Scott)

παίπᾰλον: τό, ὄνομα οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ παιπαλόεις, παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.

Greek Monolingual

παίπαλον, τὸ (Α)
απότομο, δύσβατο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)].