-ητος, ἡ, certainty, Hsch. s.v. εὐστάθεια.
[Seite 435] ητος, ἡ, Festigkeit, Bestimmtheit, Sp.
πᾰγιότης: -ητος, ἡ, στερεότης, βεβαιότης, Γρηγ. Νύσσ. Ι, 128D, Ἡσύχ. ἐν λ. εὐστάθεια.